- ἑλληνίζοντα
- ἑλληνίζωspeak Greekpres part act neut nom/voc/acc plἑλληνίζωspeak Greekpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἑλληνίζοντα — Ἑλληνίζω speak Greek pres part act neut nom/voc/acc pl Ἑλληνίζω speak Greek pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλαφίων — (4ος αι. μ.Χ.). Μοναχός που έζησε στη Γάζα της Παλαιστίνης και τιμάται από την Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία ως άγιος. Ο ιστορικός Σωζόμενος αναφέρει ότι δίδασκε σε πόλεις με ελληνίζοντα πληθυσμό. Ίδρυσε διάφορα μοναστήρια, διαθέτοντας σημαντικά ποσά… … Dictionary of Greek